- ποταμελγω
- ποταμέλγωποτ-ᾰμέλγωдор. Theocr. = * προσαμέλγω См. προσαμελγω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ποταμέλγω — Α (δωρ. τ.) προσαμέλγομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. τού ποτί* + ἀμέλγω] … Dictionary of Greek
ποταμέλγεται — ποταμέλγω pres ind mp 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)